ΘΡΑΚΗ....ΑΦΙΕΡΩΜΑ.!!!

Μεσαιωνική τοξωτή γέφυρα 17 - 18ου αιώνα, Ποταμός Κομψάτος, Θράκη

Η Θράκη είναι τμήμα αναπόσπαστο του Ελληνισμού από αιώνες, στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, γνώρισε από την αρχή της προϊστορικής της ακόμη πορείας, μια πολυτάραχη ζωή. Στα εδάφη της κινήθηκαν διάφοροι λαοί και φύλα. Έλληνες, Ρωμαίοι και Βυζαντινοί, βάρβαροι του βορρά και της στέπας, Φράγκοι και Σλάβοι, Βούλγαροι και Τούρκοι.

Με τον όρο Θράκη κατά την αρχαιότητα καθοριζόταν μια πολύ μεγάλη περιοχή που κατά τον Ηρόδοτο άρχιζε από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου και έφθανε μέχρι τις κορυφογραμμές της Πίνδου, από τον Βορρά ξεκινούσε από τον Δούναβη και προς τον Νότο έφθανε στο Αιγαίο πέλαγος και τον Όλυμπο. Τα πιθανότερα σύνορά της είναι αυτά που προσδιορίζει ο Θουκυδίδης. Στο βορρά ο Δούναβης, στην Ανατολή ο Εύξεινος Πόντος, στη Δύση ο ποταμός Στρυμόνας και στο Νότο το Αιγαίο πέλαγος.

Ως πρώτοι κάτοικοί της φέρονται διάφορα Πελασγικά φύλλα όπως Ηδωνες, Δίοι, Οδρύσαι, Κίκονες, Γέτες κ.α. τα οποία αποτέλεσαν έναν λαό μέγα και αρχαιότατο, έναν από τους αρχαιότερους λαούς της Ευρώπης.

Το όνομα των αρχαίων Θρακών είναι στενότατα συνδεδεμένο προς το θρησκευτικό και πνευματικό βίο των Ελλήνων κυρίως με την λατρεία του Ορφέα και του Διόνυσου και των Καβειρίων μυστηρίων.

Οι πρώτες θετικές πληροφορίες για την ιστορία της Θράκης αρχίζουν με την εποχή της ίδρυσης των Ελληνικών αποικιών στα παράλια της. Οι παράγοντες που προώθησαν τον ραγδαίο αποικισμό και την δημιουργία πόλεων από τους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, Μεγαρείς και Κυκλαδίτες ήταν η σημασία των παραλίων αυτών για τον έλεγχο της Προποντίδας και τα πλεονεκτήματα από την οικονομική εκμετάλλευση των μεταλλείων της Θράκης και ιδιαίτερα του χρυσού Παγγαίου. Οι πόλεις αυτές μεταβλήθηκαν σε εστίες ελληνικής παραγωγικής δράσης, φημισμένες για την αμπελουργία και την οινοπαραγωγή τους.

Με το πέρασμα του χρόνου η Θράκη γνώρισε την Ρωμαϊκή κυριαρχία, δέχτηκε επιδρομές από βόρειους λαούς, και στο τέλος υποχώρησε στον τουρκικό επεκτατισμό. Ποτέ δεν έπαυσε να είναι Ελληνική και οι κάτοικοι της να ενεργούν σαν Έλληνες.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας ο Ελληνισμός της Θράκης, αν και υπόδουλος, ζει έντονα την Ελληνική παράδοση. Η θρησκεία και η λαογραφία διατήρησαν αναλλοίωτη την εθνική συνείδηση των Θρακών παρά τις όποιες προσπάθειες των νεοτούρκων, πολιτική των εκτοπισμών, σφαγές, δημεύσεις.

Η σημερινή πολιτική και εθνολογική κατάσταση στην Θράκη είναι. Η Βόρεια Θράκη ανήκει στην Βουλγαρία (συνθήκη Αγίου Στεφάνου 18780 η Ανατολική Θράκη ανήκει στην Τουρκία (συνθήκη Μουδανίων 1922) και η Δυτική Θράκη το μικρότερο τμήμα ανήκει στην Ελλάδα, η οποία σαν χώρα Ελληνική έχει κοινά με όλες τις άλλες περιοχές τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ελληνικότητάς της. Έχει όμως όπως και εκείνες τη δική της ξεχωριστή φυσιογνωμία, που διαμορφώθηκε μέσα στη μακρά ιστορική της πορεία. Η γεωγραφική της θέση, η επαφή της με άλλους λαούς, το κάπως τραχύ κλίμα της, οι ιστορικές της περιπέτειες επηρέασαν την πνευματική, ψυχική και κοινωνική ζωή του λαού της. Η ζωή αυτή βρήκε την έκφρασή της στις ποικίλες και πολύμορφες εκδηλώσεις, παραδόσεις, έθιμα, τραγούδια, παροιμίες, λατρεία, παραμύθια.

Ξεριζωμένοι από την γενέθλια γη τους οι Θρακιώτες έφεραν μαζί με την πίκρα και τον πόνο του ξεριζωμού, τον πολύτιμο, τον πλουσιότατο και ανεξάντλητο θησαυρό των γραφικών τους εθίμων και των λαϊκών τους παραδόσεων. Η Θράκη έχει να μας παρουσιάσει ένα δικό της ξεχωριστό και πολύ χαρακτηριστικό μάλιστα μουσικοχορευτικό ύφος και χρώμα, πράγμα που το διαπιστώνουμε τόσο όταν ακούμε τις μελωδίες και τα τραγούδια της, όσο και όταν βλέπουμε τους υπέροχους Θρακιώτικους χορούς να χορεύονται.

Σήμερα στη Θράκη της δικής μας εποχής υπάρχει ένα μεγάλο και πολύτιμο αλλά και ανεξερεύνητο στρώμα λαϊκού πολιτισμού. Ακόμη και η απλή λαϊκή ζωή έχει κρατήσει και πολύ μεγάλο από το επιβλητικό μεγαλείο και την ανεπανάληπτη ομορφιά της ζωής στην παλαιότερη μορφή της.

Γεώργιος Βιζυηνός: Ο ζωντανός φορέας της Θρακιώτικης παράδοσης

Θρακη, πατρίδα του Ορφέα, του Δημόκριτου, του Πρωταγόρα και πολλών άλλων φιλοσόφων της αρχαιότητας και κορυφαίων πνευματικών μορφών της νεότερης εποχής, Γεώργιος Βιζυηνός, Βάρναλης, Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου κ.α.

Επιμέλεια - παρουσίαση: Ε. Χατζόπουλος Πρόεδρος Θ.Ε.Ν. Σερρών

Η παραδοσιακή φορεσιά της Θράκης


Ο τρόπος διαμόρφωσης των ενδυμασιών των κατοίκων της Θράκης ακολουθεί τους προφορικούς και άγραφους νόμους της παράδοσης. Η μια γενιά παραδίδει στην άλλη, η μάνα στην κόρη, ο παππούς στον εγγονό, ο τεχνίτης στο μαθητευόμενο, γεγονός που συνεπάγεται συντηρητισμό και πολύ αργές εξελικτικές διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στο σύνολό του. Οι αλλαγές είναι μικρές κι ο ρυθμός αργός, γιατί στην παραδοσιακή κοινωνία οποιαδήποτε αλλαγή έπρεπε να έχει τη γενική αποδοχή των μελών της κοινότητας. Η πληθώρα των πολιτιστικών συλλόγων, που σκοπό έχουν τη διατήρηση της παράδοσης, και συγχρόνως ο οργασμός που παρατηρείται στην ίδρυση λαογραφικών μουσείων και συλλογών στην περιοχή από τη δεκαετία του 1970, όταν πλέον ο παραδοσιακός τρόπος ζωής πνέει τα λοίσθια, αποδεικνύουν έμπρακτα την ανάγκη των κατοίκων να διατηρήσουν την παραδοσιακή τους κληρονομιά και να την αξιοποιήσουν.

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει ενότητα ως προς τη μορφή της σ’ όλο σχεδόν το Θρακικό χώρο. Η ενδυμασία αυτή της περιοχής της Θράκης, αποτελούσε ένδυμα κοινό, όπως κοινές ήταν άλλωστε οι συνθήκες και οι ασχολίες των ανθρώπων του τόπου. Έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις γυναικείες φορεσιές, όπου τα τολμηρά χρώματα, η διακόσμηση και τα πολλά εξαρτήματα μπερδεύουν την κυρίως γραμμή τους. Οι Θρακιώτες όλοι φορούν ποτούρια. Το ποτούρι είναι είδος ανοιχτού δηλαδή φαρδύ παντελονιού που φορέθηκε μόνο στη Θράκη και που ονοματολογικά χαρακτήριζε όλη τη Θρακιώτικη ανδρική ενδυμασία. ‘Ηταν φτιαγμένο από σαγιάκι, μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής (είδος τσόχας), συνήθως καφέ χρώματος, για την καθημερινή ενδυμασία, μαύρου χρώματος για την επίσημη φορεσιά και ραβόταν από τους τερζήδες (ράφτες), που το γαϊτωναν με μαύρο γαϊτάνι στις άκρες. Το γαϊτωμα των ποτουριών ήταν ανάλογο με την περίσταση και την οικονομική κατάσταση του καθενός. Τα καλοκαιρινά ποτούρια ήταν από βαμβακερό γαλάζιο ύφασμα και ονομαζόταν «βρακιά». H ανδρική ενδυμασία της Θράκης αποτελείτο επίσης από το πουκάμισο το οποίο ήταν ή λευκό βαμβακερό κεντημένο στο λαιμό,την τραχηλιά και τα μανίκια ή σκουροζάλαζα ή καφετιά με λευκές ρίγες ή τετραγωνάκια για την δουλειά και είχαν συνήθως όρθιο γιακαδάκι και φαρδιά μανίκια. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν αμάνικα γιλέκα που ήταν από σαγιάκι και άλλα ήταν ανοιχτά και άλλα κλειστά ανάλογα με την περιοχή. Υπήρχαν και πανωφόρια κοντά μανικωτά γιλέκα που ήταν και αυτά από σαγιάκι μαύρο ή σκουρογάλαζο ή καφετί και λεγόταν τζαμαντάνι. Κόκκινο ήταν μόνο το τζαμαντάνι του γαμπρού στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Ζαλούφι). Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα φορούσαν τη γούνα, είδος παλτού σαγιακένιου, με γούνινη επένδυση εσωτερικά (προβιά). Το εξάρτημα αυτό χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Οι πιο φτωχοί φορούσαν το «γιαμουρλούκι» (είδος μακριού παλτού) από γκρι σαγιάκι με κουκούλα. Στα πόδια φορούσαν τσουράπια πλεκτά. Για κάθε μέρα είχαν λευκά κομμάτια από σαγιάκι, με τα οποία τύλιγαν τις κνήμες, τα λεγόμενα μπλιάλια ή ποδοπάνια και τα γουρουνοτσάρουχα ή βοϊδοτσάρουχα που τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι και δένανε με τα τσαρουχόσχοινα σταυρωτά. Τις γιορτές φορούσαν τα κουντούρια ή γεμενιά παπούτσια που αγόραζαν. Τα αγοραστά υποδήματα δίνονταν κυρίως σαν δώρα γάμου και φορέθηκαν με τις Θρακιώτικες φορεσιές από τα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως. Η ανδρική ενδυμασία συμπληρωνόταν με το μακρύ μάλλινο δίμιτο ζωνάρι, κροσσωτό στις δύο στενές πλευρές, σε χρώμα μαύρο με λευκές ρίγες στο υφάδι ή κόκκινο με λευκές ρίγες για τους νέους και βυσσινί για τους μεγαλύτερους ή όπως στο Μ.Ζαλούφι κόκκινο για τους νέους, βυσσινί για τους μεσήλικες και μαύρο για τους ηλικιωμένους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανδρικών ενδυμασιών της Θράκης είναι το κεφαλοκάλυμμα. Πρόκειται για ένα μαύρο ή σκουρογάλαζο ζωνάρι, μήκους περίπου 2 μέτρων, μάλλινο ή βαμβακερό, το οποίο τύλιγαν ολόγυρα στο κεφάλι, αφήνοντας να κρέμεται στην πλάτη η μία κροσσωτή άκρη. Το κάλυμμα αυτό λεγόταν σάλι ή σερβέτα και αντικαταστάθηκε από το καλπάκι, μαύρο βελούδινο ή αστρακάν καπέλο με δύο κουμπιά. Στο καλπάκι συνήθιζαν να σκαλώνουν ένα ρομβοειδές ή στρογγυλό χάντρινο κόσμημα.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Το Καβακλί 90 χιλιόμετρα από την Φιλιππούπολης, άλλοτε κέντρο ελληνισμού, αριθμούσε 10.000 κόσμο πριν τον ξεριζωμό των κατοίκων του. Υπήρξε κέντρο οικονομικό αλλά και πνευματικό με άλλα έντεκα χωριά της περιφέρειάς του, τα οποία και επηρέαζε πολιτιστικά. Οι τελευταίοι πρόσφυγες του Καβακλί και της περιφέρειάς του έφθασαν στην Ελλάδα το 1914 και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Κουφάλια, Αίγειρο, Ξυλαγανή, Δίκαια Κόμαρα, Φέρρες κλπ. Τα ιερά κειμήλια που έφεραν μαζί τους από τις προγονικές τους εστίες μαρτυρούν την οικονομική τους ευημερία και τα κοσμήματα και οι φορεσιές τους την αρχοντιά των ανθρώπων της περιοχής. Η γυναικεία ενδυμασία του Καβακλί χαρακτηρίζεται από κομψότητα και σύνθετο διακοσμητικό πλούτο. Παραδοσιακά σύμβολα, όνειρα, ελπίδες, όλα κεντημένα με μεταξωτές κλωστές. Χρωματιστές εναλλαγές, υποδηλώνουν ένα μάλλον αστικό χώρο μέσα στον οποίο διαμορφώθηκε η ιδιαιτερότητα των γυναικών του. Η «τσούκνα» τόσο ως ονομασία όσο και ως υλικό, αποτελούσε το χαρακτηριστικό εξάρτημα της ενδυμασίας. Η «τσούκνα» ή «φ’στάνι», είναι πλισιδωτή με κέντημα στον κόρφο και τον ποδόγυρο.
Η τσούκνα των ηλικιωμένων γυναικών έχει κεντητά τα διάφορα τμήματα του ποδόγυρου σε αντίθεση με την τσούκνα της νέας κοπέλας, που η διακόσμησή της αποτελείται από επίραπτη μεταξωτή ταινία με χρυσές τρέσες. Πολλές φορές οι νέες γυναίκες πρόσθεταν στον ποδόγυρο τις «μπέλκες», μακρόστενα κομμάτια μεταξωτού υφάσματος σε διάφορα χρώματα.. Στον κόρφο της τσούκνας οι ελεύθερες κεντούσαν αντικριστά παγώνια, πέρδικες, σύμβολα γονιμότητας και οι μεγάλες γυναίκες γεωμετρικά σχήματα, φυλακτά για το καλό τέλος της ζωής τους.
Το πουκάμισο στην ενδυμασία του Καβακλί είναι «λουλακιασμένο» (περασμένο με λουλάκι), βαμβακερό, με μανίκια σε σκουρότερη μπλε απόχρωση και κεντημένο στον ποδόγυρο και τα μανίκια με μεταξωτές κλωστές. Το ριγωτό πολύχρωμο ζωνάρι υφαινόταν και διπλωνόταν λοξά, ώστε να γίνει διπλό. Πάνω από το ζωνάρι δενόταν η στενόμακρη υφαντή «πιτσίρκα» (ποδιά) που είναι από τα καλύτερα δείγματα υφαντικής τέχνης στην Ελλάδα. Για τις νέες οι ποδιές ήταν συνήθως κόκκινες με κατακόρυφα στο κέντρο διακοσμητικά μοτίβα κεντητά.
Διάφορα μαύρα πανωφόρια κοντά, όπως το τσιουπούν ή μακριά (γούνα), κάλυπταν το σώμα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Στα πόδια φορούσαν μαύρες ή λευκές πλεκτές κάλτσες, με κουντούρες (παπούτσια) για τις γιορτές και γουρουνουτσάρουχα για κάθε μέρα. Στο κεφάλι φορούν την μαντίλα και στο μέτωπο στερεώνουν ένα κόσμημα με 5-15 φλουριά την «μπάπκα».



ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ - ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς,..πολύ πλούσιος,..που ό,τι επιθυμούσε η
καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια
παράξενη ανορεξία και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά
αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν
και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η
ανορεξία του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα
δε λιμπιζόταν να φάει ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης
γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν
για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον
ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου
στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και
σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε
μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
«Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει
και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις
να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις
αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του
παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!».
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο
του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να
πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι
έγινε.
Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
«Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να
μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται
πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν
πάλι έτοιμος ν αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να
δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για
τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να
μου πάρεις το κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παρά-
ξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε
παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το
παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια
καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα
να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε
Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.

Παραδοσιακός Φούρνος
Διακρίνονται καραθά η πέτρινη τετράγωνη βάση, η πλινθόχτιστη καμάρα, οι εσοχές για τα προσανάματα και τα βοηθήματα για το σφάλισμα της εισόδου (λαμαρίνα και ξύλο)

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’
αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι
ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι
σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι,
νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά
στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει,
«τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου,
γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος».
Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην
πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και
να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το
μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να
ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ρίξε στη σκάφη
κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι
αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο
βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο
πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω
πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος
λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να
τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από
χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως
ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε
και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο
ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι
σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα
σου λείψει».
Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι
του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες
δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωε καλά, που μακάρι να
τρώαμε κι εμείς έτσι!
http://evrospower.blogspot.com/2010/10/blog-post_1762.html


ΜΑΝΤΙ... ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟ ΦΑΓΗΤΟ

Το μαντί είναι παραδοσιακό θρακιώτικο φαγητό, που έρχεται από τα βυζαντινά χρόνια και την περιοχή της Καπαδοκίας. Υπάρχουν πολλές εκδοχές της συνταγής του. Αν έχετε χρόνο, προτιμότερο είναι να ανοίξετε το δικό σας φύλλο και να φτιάξετε αυθεντικό ζωμό κρέατος με γίδα ή κατσίκι. Σύνηθες συνοδευτικό του πιάτου, που του ταιριάζει πολύ, είναι το σκορδάτο γιαούρτι. Του ταιριάζει, επίσης, και η σάλτσα ντομάτας με μυρωδικά.

Υλικά (για 40 με 45 κομμάτια)
1 κιλό κιμά (κατά προτίμηση μισό – μισό αρνίσιο και χοιρινό)
2 κρεμμύδια ψιλοκομμένα
1 φλιτζάνι ρύζι καρολίνα
αλάτι & πιπέρι (προαιρετικά και κύμινο, ρίγανη, φύλλα μαϊντανού ψιλοκομμένα)
λίγο ελαιόλαδο
ζωμό κρέατος
φύλλο για πίτα

Εκτέλεση
Τσιγαρίζουμε στο ελαιόλαδο τα κρεμμύδια και όταν ροδίσουν προσθέτουμε τον κιμά και τα μυρωδικά και τα αφήνουμε για λίγο στη φωτιά.
Βάζουμε το μίγμα σε ένα λεκανάκι, προσθέτουμε το ρύζι και λίγο νερό, ανακατεύουμε καλά και το αφήνουμε να κρυώσει αλλά και να μαλακώσει το ρύζι.
Κόβουμε το φύλλο σε τετράγωνα 7εκ Χ 7εκ και γεμίζουμε το καθένα με μια κουταλιά από το μίγμα του κιμά. Πιάνουμε τις 4 άκρες του φύλλου και τις ενώνουμε κλείνοντάς το σαν πουγκί.
Αλείφουμε ένα ταψί με λάδι, τοποθετούμε τα πουγκιά και τα ψήνουμε στο φούρνο στους 180οCεπί 15 με 20 λεπτά ώστε να ροδίσουν.
Με την τρυπητή κουτάλα βαφτίζουμε τα πουγκιά στο ζωμό του κρέατος, που πρέπει να είναι καυτός. Τα σερβίρουμε σε πιατέλα με λίγο ζωμό και με το συνοδευτικό της αρεσκείας μας (και αν έχουμε, με το βρασμένο κρέας στο πλάι).

ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Μουσικά όργανα στη Θράκη είναι σήμερα το βιολί, το κλαρίνο, το ούτι, ο ζουρνάς, επίσης το νταούλι (νταβούλι) και η ποιμενική φλογέρα· παλαιότερα ήταν και το κανονάκι (το μεσαιωνικό ψαλτήριον, έγχορδο όργανο σχήματος τραπεζίου, που παίζεται με δυο πένες). Όργανα όμως με περισσότερο τοπικό χαρακτήρα εν χρήσει και σήμερα είναι η λύρα, η γκάιντα, η μασιά, η ταραμπούκα και ο νταϊρές.


ΚΑΝΟΝΑΚΙ
Το κανονάκι ή ψαλτήριο αποτελείται από ένα ηχείο σε σχήμα ορθογωνίου τραπεζίου, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένες οι χορδές (από έντερο ή από πλαστική ύλη) κατά μήκος των δυο παραλλήλων πλευρών του. Στο καπάκι (δηλ. την ξύλινη επιφάνεια κάτω από τις χορδές) ανοίγονται μια ή περισσότερες τρύπες, συχνά διακοσμημένες. Στην αριστερή πλευρά βρίσκονται τα "μανταλάκια", ή μαντάλια, ένα είδος από κινητούς καβαλάρηδες, που με το ανέβασμα ή το κατέβασμά τους υψώνουν ή χαμηλώνουν το ύψος των φθόγγων κατά 1/4 του τόνου (ισούται περίπου με 2-3 μόρια ή κόμματα). Κάθε φθόγγος μπορεί να έχει από ένα μέχρι 5-6 περίπου μανταλάκια. Το όργανο έλκει πιθανότατα το όνομά του από τον γνωστό μουσικό "Κανόνα" του Πυθαγόρα. Το κανονάκι παίζεται κρατημένο πάνω στα πόδια του οργανοπαίκτη (όταν είναι καθιστός φυσικά), με δυο πένες ή νύχια, όπως λέγονται, που προσδένονται στους δείκτες των δυο χεριών με μεταλλικές δαχτυλήθρες. Τα νύχια, κατασκευασμένα από πλαστική ύλη, είναι τεχνητά και αποτελούν προέκταση των φυσικών νυχιών (το κανονάκι είναι νυκτό όργανο), ο εκτελεστής με αυτά τσιμπάει με μεγαλύτερη ευκολία και σταθερότητα τις χορδές, συνήθως με το αριστερό χέρι τις χαμηλές και το δεξί τις ψηλότερες. Οι φθόγγοι αποτελούνται από τρεις χορδές ο καθένας, κουρδισμένες όλες στον ίδιο τόνο. Η μελωδική έκταση του οργάνου είναι περίπου τρεισήμισυ οκτάβες. Οι νότες βρίσκονται σε αλληλουχία μεταξύ τους, δηλ. η μια μετά την άλλη (κάτω οι χαμηλές και προς τα πάνω οι ψηλότερες) και είναι κουρδισμένες στη διατονική κλίμακα. `Ετσι ο οργανοπαίκτης έχει μπροστά του την κλίμακα της μελωδίας που παίζει. Ανάλογα πάντα με το είδος της κλίμακας ή και την βάση της μελωδίας, μπορεί να αλλάξει με τα μανταλάκια την οξύτητα των φθόγγων κατά μερικά μόρια ή κατά ένα ημιτόνιο (είτε στην αρχή του κομματιού είτε κατά τη διάρκειά του - εκεί φαίνεται και η δεξιοτεχνία του) κι έτσι μπορεί να σχηματίζει δεκάδες διαφορετικές κλίμακες. Το κανονάκι επομένως μπορεί να παίξει όλα τα διαστήματα και τις υποδιαιρέσεις του τόνου και γι'αυτό το λόγο είναι αρκετά χρήσιμο και στην εκμάθηση της Βυζαντινής Μουσικής. Το κανονάκι παλιότερα, κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους, ήταν γνωστό με την ονομασία "Ψαλτήριο". Οι αρχές του ψαλτηρίου ανιχνεύονται στον ασιατικό χώρο, πολλούς αιώνες πριν από τους αρχαιοελληνικούς κλασικούς χρόνους. Στην αρχαία Ελλάδα, από πολλούς συγγραφείς έχουμε μαρτυρίες για μουσικά όργανα πιθανόν του τύπου του ψαλτηρίου, με τις ονομασίες τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνειον, μάγαδις κλπ, χωρίς να υπάρχουν εικονογραφημένες μαρτυρίες. Γι'αυτό μόνο υποθέσεις έχουν γίνει έως σήμερα για τη σχέση του αρχαιοελληνικού ψαλτηρίου με το κανονάκι. Αντίθετα, στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, τα ιστορημένα χειρόγραφα και οι τοιχογραφίες των εκκλησιών έχουν πολλές πληροφορίες για το ψαλτήριο σε σχήμα τριγώνου ή τραπεζίου, τον τρόπου με τον οποίο κρατιέται, παίζεται κλπ. Το κανονάκι "παίζει" κυρίως στα θρακιώτικα, σε κωνσταντινουπολίτικα και μικρασιάτικα τραγούδια. Από τους πιο γνωστούς οργανοπαίκτες σήμερα είναι οι Ν. Στεφανίδης, Π. Ταμπούρης, Π. Δημητρακόπουλος, Μ. Κουτσαγγελίδης, Μ. Καρπάθιος κ.ά.

ΜΑΣΑ - ΜΑΣΙΑ
Η μασιά είναι καθαρά ρυθμικό όργανο, το οποίο σήμερα παίζεται από τα παιδιά μόνο στη Θράκη, στην περιοχή της Ορεστιάδας (Καστανιές, Μαράσια, Νέα Βύσσα κ.α.) και στην περιοχή του Διδυμοτείχου. Με τη μασιά μόνη της ή μαζί με ντέφι τα παιδιά συνοδεύουν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Παλαιότερα όμως τη χρησιμοποιούσαν και οι μεγάλοι στις διασκεδάσεις τους. Με αυτή συνόδευαν την γκάιντα ή και άλλα μελωδικά όργανα, βιολί, κλαρίνο κλπ.

ΤΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Ή ΣΤΑΜΝΑ

Ρυθμικό όργανο είναι και η ταραμπούκα (ή: τουμπελέκι, στάμνα). Ο σκελετός της είναι πήλινος σε σχήμα στάμνας χωρίς λαβή, ανοιχτός στο ένα άκρο και σκεπασμένος στο άλλο με τεντωμένο δέρμα, που κολλούν ή δένουν πάνω στο ηχείο. Η ταραμπούκα παίζεται με τα δυο χέρια ή, σπανιότερα, με μικρά ξύλα, κρατημένη συνήθως κάτω από την αριστερή μασχάλη ή κρεμασμένη από τον αριστερό ώμο' ή κάθεται ο παίκτης και παίζει την ταραμπούκα κρατώντας την ανάμεσα στους μηρούς. Η ταραμπούκα παίζεται μαζί μ' ένα τουλάχιστο μελωδικό όργανο, συνήθως με γκάιντα ή με λύρα, φλογέρα κ.ά. όργανα. Παίζεται όμως και μόνη από τα παιδιά που λέγουν τα κάλαντα.


ΝΤΑΪΡΕΣ
Ρυθμικό επίσης όργανο με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας, που παίζεται με τα χέρια, είναι και ο νταϊρές, όργανο γνωστό σε άλλα μέρη με την ονομασία ντέφι. Κατασκευάζεται όπως το νταούλι, σε διάφορα μεγέθη, με επιφάνεια από δέρμα κατσίκας, προβάτου ή λαγού. Σε πολλούς νταϊρέδες περνούν γύρω-γύρω στον κυλινδρικό σκελετό, σε ίσες αποστάσεις, μικρά μπρούτζινα ζίλια (κύμβαλα). Στη Θράκη ειδικότερα, στολίζουν το όργανο αυτό με πολύχρωμες κορδέλες και ζωγραφίζουν στο δέρμα του διάφορα σχέδια. Ο νταϊρές παίζεται και αυτός μαζί με άλλα όργανα (λύρα, γκάιντα, βιολί κλπ.), παίζεται όμως και μόνος του για να συνοδέψει το τραγούδι ή μαζί με το τραγούδι τους χορούς, ιδιαίτερα τους γυναικείους ή ανδρικούς αντικριστούς.

ΘΡΑΚΙΚΗ ΛΥΡΑ - ΛΙΟΥΡΑ
Η θρακική λύρα (λιούρα) είναι αχλαδόμορφη με τρεις χορδές. Είναι δύο ειδών: η καμπάδικη, ελαφριά, μικρή και λεπτόηχη, και η τσαουσάνικη, βαρόηχη. Κατασκευάζεται από μονοκόμματο ξύλο (συνήθως καρυδιά ή μουριά) και αποτελείται από το ηχείο, το χέρι (ή λαιμό) και το κεφάλι, όπου είναι περασμένα από πίσω προς τα εμπρός τα κουρδιστήρια. Το ηχείο καλύπτεται με καπάκι από ξύλο πεύκου. Στο κάτω μέρος του υπάρχουν δύο τρύπες σε σχήμα κύκλου χωρισμένου στη μέση κατά μήκος. Στο ενδιάμεσο αυτό χώρισμα, που είναι σαν γέφυρα, τοποθετείται ο “καβαλάρης”. Ένα μικρό ξύλο (“ψυχή” ή “στύλος”) συνδέει τον καβαλάρη με το εσωτερικό της ράχης του ηχείου.

Το δοξάρι της θρακικής λύρας διατηρεί μια από τις πρώτες φάσεις της ιστορικής εξέλιξης του τόξου των εγχόρδων οργάνων. Οι τρίχες του από αλογοουρά είναι χαλαρά περασμένες και τεντώνονται κατά το παίξιμο με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τύπου αυτού λύρας είναι ότι κατά το παίξιμοτα δάχτυλα του αριστερού χεριού δεν πιέζουν από πάνω τη χορδή, αλλά από τα πλάγια με τα νύχια. Άλλο χαρακτηριστικό που παρατηρείται στη θρακιώτικη λύρα είναι ότι μαζί με τη χορδή που παίζεται η μελωδία, το δοξάρι δονεί ταυτόχρονα και τη μεσαία χαμηλότερη χορδή, η οποία ηχεί ως Ισοκράτης, δημιουργώντας έτσι την πιο απλή μορφή πολυφωνίας, που συνήθως συναντάται στη δημοτική μουσική. Ο λυράρης παίζει λύρα καθιστός, στηρίζοντας την στο αριστερό πόδι ή όρθιος χωρίς να τη στηρίζει.

ΓΚΑΪΝΤΑ (ΓΚΑΪΔΑ - ΓΑΪΔΑ
Η γκάιντα (ή: γκάιδα, γάιδα, κάιντα, τουλούμι) είναι είδος ασκαύλου και αποτελείται από ασκί, επιστόμιο και τμήμα παραγωγής του ήχου, το οποίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς αυλούς' ο ένας, κοντός με τρύπες, δίνει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, δίνει ένα φθόγγο, που εναρμονίζεται με το φθόγγο που χρησιμοποιείται ως τονική στον αυλό της μελωδίας. Η γκάιντα κατασκευάζεται συνήθως από τον ίδιο τον γκαϊντατζή (ή γκαϊντιέρη), από δέρμα κατσίκας ή, σπανιότερα, προβάτου. Μετά την κατεργασία του δέρματος προσαρμόζουν στο ασκί το επιστόμιο και τους δυο αυλούς. Το επιστόμιο (φυσουνα, φερέκι, στόμιο κ.ύ.) είναι ξύλινος κωνικός σωλήνας, απ' όπου ο γκαϊντατζής φυσάει και γεμίζει τον ασκό με αέρα. Στο επιστόμιο υπάρχει πέτσινη βαλβίδα, για να εμποδίζει τον αέρα να φύγει, η οποία κολλιέται στο άκρο που δένει στον ασκό. Επιστόμιο και αυλοί κατασκευάζονται από ξύλο (κρανιά, δαμασκηνιά, αμυγδαλιά κ.α.). Ο αυλός για τη μελωδία έχει συνήθως επτά οπές μπροστά και μια πίσω. Είναι κυλινδρικός, με μήκος γύρω στα 25-30 εκ. και μοιάζει με φλογέρα. Στο σημείο που ενώνεται με τον ασκό προσαρμόζεται το λεγόμενο καλάμι (ή: τσαμπούνα, ζαμπούνα, κουμούσι, γκαϊτοκαλαμο κ.α.), το οποίο είναι το πιο ευαίσθητο τμήμα της γκάιντας και οι οργανοπαίχτες το προσέχουν ιδιαίτερα. Ο αυλός της μελωδίας, η γκαϊτανίτσα, γίνεται και αυτός από ξύλο κρανιάς, δαμασκηνιάς κ.ά. Το άλλο τμήμα παραγωγής του ήχου είναι ο μακρύς σωλήνας χωρίς τρύπες (μπουρί, τζαμάρα, μπουρού κ.α.), που βγάζει ένα μόνο ήχο, ο οποίος χρησιμοποιείται ως τονική στον κυρίως αυλό της μελωδίας, κρατεί δηλαδή συνεχώς ένα ίσο. Το μέγεθος του μπουριού ποικίλλει, είναι όμως πάντοτε αρκετά μεγαλύτερο από το μέγεθος του κυρίως αυλού της μελωδίας. Το παίξιμο της γκάιντας χαρακτηρίζεται από τα ποικίλματα, με τα οποία ο γκαϊντατζής καλλωπίζει συνέχεια τη μελωδία. Οι περισσότεροι πρώτα παίζουν κάποιον αργό, καθιστικό σκοπό και ακολουθούν οι ζωηροί-χορευτικοί ρυθμοί (ζωναράδικα, συρτοί, αντικριστοί κλπ.). Η γκάιντα παίζεται μόνη της ή παίζεται με άλλα όργανα, λύρα, ταραμπούκα, νταϊρέ κλπ. Παλαιότερα ήταν το μοναδικό και κυρίαρχο όργανο σε γάμους, γιορτές, πανηγύρια και σε κάθε άλλη διασκέδαση.
http://ellinwnparadosi.blogspot.com/2010/11/blog-post_13.html

ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Οι χοροί της Θράκης παρουσιάζονται πλούσιοι σε αριθμό και εντυπωσιακοί στο τρίπτυχο κίνηση, λόγος, μελωδία. Η ιδιάζουσα ακόμη συμμετρία κινήσεων του σώματος, σε συνδυασμό με συντονισμένα στην ίδια οξύτητα από τους χορευτές ζωηρά επιφωνήματα, είναι στοιχεία που προσδίδουν ξεχωριστά εντυπωσιακό χαρακτήρα στους θρακικούς χορούς.

Οι χοροί είναι κυκλικοί, αντικριστοί και μεικτοί και έχουν διάφορες ονομασίες, κυρίως από τον τρόπο ή από τις περιστάσεις που χορεύονται, από ιδιαίτερα τοπικά γεγονότα, από εναρκτήριους στίχους τραγουδιών που τους συνοδεύουν κλπ. Οι πιο συνηθισμένοι είναι:

Ζωναράδικος.
Μεικτός χορός, από άντρες και γυναίκες, εντυπωσιακός, με μεγάλη διάδοση σ’ όλη τη Θράκη. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι οι χορευτές πιάνονται ο ένας από τον άλλο από τα ζωνάρια. Χορεύεται κυκλικά. Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες. Σύμφωνα με τα ήθη παλαιότερα, ο τελευταίος άντρας για να πιαστεί με την πρώτη χορεύτρια του γυναικείου κύκλου και ν’ αποτελέσουν από κοινού έναν κύκλο, έπρεπε απαραίτητα να είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους. Η συνήθεια αυτή ίσχυε για το σύνολο των κυκλικών χορών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Διδυμότειχου.

Συγκαθιστός

Ιδιαίτερα σημαντικός χορός, από άντρες και γυναίκες. Χορεύεται στους γάμους, όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη, επίσης σε πανηγύρια και άλλα γλέντια. Την ονομασία του οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή ημικάθεται μια στο δεξιό και μια στο αριστερό πόδι. Οι συγκαθιστοί σκοποί είναι πολλοί σε κλίμακες, τρόπους και αρχιτεκτονική μελωδιών. Χορεύονται κατά ζεύγη αντικριστά με μεγάλη ποικιλία χορευτικών σχημάτων και συνοδεύονται από ενθουσιώδη επιφωνήματα

Χασάπικος Πολιτικός ή Μακελάρης
θεωρείται πολεμικός χορός. Τη σημερινή ονομασία του έλαβε, επειδή ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από τη συντεχνία των μακελάρηδων (των χασάπηδων). Ο χορός αποτελείται από δυο μέρη, αργό και γρήγορο, που έχουν διάφορες ονομασίες: βαρύ χασάπικο, χασαπιά κ.ά.

Αντικριστός ή Καρσιλαμάς
Χορός με μεγάλη διάδοση (καρσί = αντίκρυ). Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις. Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού, οι γυναίκες κρατούν μαντήλι από δυο διαγώνιες άκρες, με τεντωμένα ή λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες και κινούν τα χέρια δεξιά-αριστερά ή περιστρέφουν το μαντήλι κυκλικά στη μια κατεύθυνση, ώσπου να διπλωθεί» μετά αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση.

Μαντηλάτος

Χορός αντικριστός, συνήθως από έναν άντρα και μια γυναίκα. Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές. Συνηθιζόταν ιδιαίτερα στους γάμους, στο δρόμο, όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη ή τον κουμπάρο για την εκκλησία.

Ταπεινός
Χορός γαμήλιος, γυναικείος, απλός και αργός, με μικρά βήματα, ο πρώτος μετά τη στέψη, με τη νύφη στην κορυφή του χορού
Κουσευτός
Χορός που ονομάστηκε έτσι, επειδή τα βήματά του είναι τρεχάτα (κουσεύω = τρέχω).

Χορός της παλαίστρας
Συνηθιζόταν σε γάμους και πανηγύρια, όπου απαραίτητο στοιχείο ήταν το αγώνισμα πάλης, πολλές φορές από επαγγελματίες παλαιστές. Οι σκοποί της παλαίστρας είναι πολλοί και καθένας αποτελείται από τρία μελωδικά και ρυθμικά μέρη. Το πρώτο, σε αργό ρυθμό, παίζεται στην έναρξη, το δεύτερο, σε πιο γρήγορο ρυθμό, όταν το αγώνισμα βρίσκεται στο αποκορύφωμα του και το τρίτο μέρος, σε ακόμη πιο γρήγορο και ελεύθερο ρυθμό, παίζεται όταν η πάλη φτάνει προς το τέλος και ο νικητής αρχίζει πλέον να ξεχωρίζει καθαρά.

Γίκνα

Γαμήλιος χορός της περιοχής Ορεστιάδας. Την ονομασία του οφείλει στο χρώμα (κνα) που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες .για το βάψιμο των νυχιών τους.
Κουτσός

Χορός επίσης της περιοχής Ορεστιάδας, από άντρες και γυναίκες.

Τριπάτης

Μεικτός χορός της περιοχής Ορεστιάδας και αυτός.

Σούστα

Μεικτός χορός της περιοχής Διδυμοτείχου. Το όνομά του οφείλει στο σουστάρισμα (λύγισμα) των ποδιών.

Ζεϊμπέκικος
Αργός χορός, παρόμοιος με αντικριστό καρσιλαμά, θεωρείται χορός πολεμικής καταγωγής και χορεύεται από δύο άτομα. Οι κινήσεις γίνονται σε νοερό κύκλο. Έχει αργό και γρήγορο μέρος, χωρίς τυποποιημένα βήματα, τα οποία κατά περίσταση δίνουν στο χορευτή τη δυνατότητα να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά του.

Λαγίσιος ή Λαγίτικος
Μιμητικός και σκωπτικός χορός, που παριστάνει το κυνήγι του λαγού. Είναι κυκλικός και χορευόταν παλαιότερα στα βραδινά γλέντια του γάμου, για να δημιουργήσει ευθυμία και χαλάρωση στην υπερένταση της ημέρας.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι

Μιμητικός αντρικός χορός, πολύωρος. Στα λόγια που τραγουδούν οι χορευτές προσπαθούν να μιμηθούν τις αντίστοιχες κινήσεις υποθετικού τριψήματος πιπεριού με τα μέλη του σώματος (αγκώνα, γόνατα, μύτη κλπ.).

Χορός του μαχαιριού ή Αράπικος

Χορός από δυο άντρες, που κρατούν μαχαίρια και ο ένας προσπαθεί να το ακουμπήσει στο στήθος του άλλου, οπότε αυτός πέφτει κάτω προσποιούμενος τον νεκρό και ο νικητής χορεύει γύρω του θριαμβευτικά. (Πβ. Ξενοφώντα, Κόρου Άνάβασις, Βιβλίο Στ’, κεφ. 1, 5-6: Έπεί δε σπονδαί τε εγένοντο καί έπαιάνισαν, άνέστησαν πρώτον μεν θράκες καί προς αύλόν ώρχήσαντο συν τοις όπλοις καί ήλλοντο υψηλά τε καί κούφως καί ταις μαχαίραις έχρώντο τέλος δε ό έτερος τον έτερον παίει, ως πάσιν έδόκει πεπληγέναι τον άνδρα ο δ’ έπεσεν τεχνικώς πως -Αφού και το συμπόσιο έγινε και έπαιξαν τον παιάνα, σηκώθηκαν πρώτα – πρώτα θράκες και σύμφωνα με τη μουσική χόρεψαν ένοπλοι και αναπηδούσαν ψηλά και ανάλαφρα και τα μαχαίρια χρησιμοποιούσαν. Στο τέλος ο ένας χορευτής χτύπησε τον άλλον, όπως σε όλους φάνηκε, και αυτός έπεσε στο έδαφος με κάποια τέχνη).

Τέλος, ιδιότυποι και ιδιόμορφοι χοροί συνδέονται με ορισμένες εθιμικές εκδηλώσεις. Απ’ αυτούς ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χοροί των Αναστεναρίων, οι οποίοι έχουν πρωτεύοντα ρόλο στην όλη τελετουργία και αποτελούν από τα βασικά στοιχεία του εκστασιασμού των τελεστών. Οι βηματισμοί στους χορούς αυτούς είναι απλοί, με στατικότητα και αυτοσχεδιασμούς και με ανάλογες κινήσεις των χεριών, που εκφράζουν την ψυχοσύνθεση και τα συναισθήματα των οιστρόπληκτων χορευτών.
http://www.patridamou.gr/?p=106

Αναστενάρηδες είναι οι Έλληνες πιστοί ενός λατρευτικού εθίμου πυροβασίας που λέγεται Αναστενάρια. Οι αναστενάρηδες είναι άτομα μυημένα στην τελετουργία του εθίμου αυτού. Η μύηση διαρκεί πολλά χρόνια και ο αρχιαναστενάρης είναι αυτός που κρίνει πότε ο μυούμενος είναι έτοιμος για πυροβασία, αλλά και, κάθε φορά, ποιοί από τους αναστενάρηδες θα πατήσουν στα κάρβουνα. Δεν είναι γνωστό γιατί η κοινωνία των αναστενάρηδων είναι κλειστή, είναι βέβαιο όμως ότι διακατέχονται από βαθιά πίστη στο θρύλο και στον προστάτη-άγιο και ότι τη στιγμή της πυροβασίας φαίνεται να βρίσκονται σε έκσταση. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και ο βασικός εμψυχωτής της ομάδας, ο αρχιαναστενάρης. Σ' αυτόν αφείλεται και η στενή σχέση που έχουν μεταξύ τους, όπως και η αφοσίωσή τους στο έθιμο. Ένας αναστενάρης μπορεί να είναι πυροβάτης, μπορεί και όχι. Από αυτούς που είναι πυροβάτες, δεν πατούν όλοι σε κάθε τελετή. Τούτο εξαρτάται από την ψυχική τους κατάσταση και κρίνεται στη διάρκεια της εισόδου σε έκσταση από τον αρχιαναστενάρη. Ο αρχιαναστενάρης των τελευταίων χρόνων (από τα μέσα της δεκαετίας του '90) δεν είναι πυροβάτης. Η επιλογή του αρχιαναστενάρη γίνεται σε ειδική τελετή με κριτήριο τη βαθιά γνώση των μυστικών και πολύ σπάνια έχουν παρατηρηθεί διαφωνίες στο θέμα αυτό μεταξύ των αναστενάρηδων. Ανάμεσα στους αναστενάρηδες υπάρχει ιεραρχία. Έτσι κάποιοι εκλεκτοί θα διατηρήσουν στα σπίτια τους τις εικόνες, τα τάματα, τα μαντήλια και τα σημάδια (ιερά κειμήλια, στοιχεία της τελετουργίας), τα οποία στην επόμενη τελετή θα συγκεντρωθούν στο κονάκι, το ιερό άντρο των αναστενάρηδων, όπου γίνεται η διαδικασία της έκστασης και ο χορός που κορυφώνεται με την πυροβασία. Η όλη διαδικασία γίνεται με μουσική κάλυψη από έντονο ρυθμικό νταούλι και μονότονο ήχο από θρακιώτικης λύρας. Ο σκοπός αυτός περνά από οργανοπαίχτη σε οργανοπαίχτη σε οικογενειακή, συχνά, βάση και κρατά πολλά χρόνια, όπως και η μύηση των αναστενάρηδων. Ας σημειωθεί εδώ ότι αναστενάρηδες είναι όλοι οι συμμετέχοντες στις τελετές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κι όχι μόνο οι πυροβάτες.

Ένα υπέροχο πλαισιωμένο από βλάστηση τοπίο με φόντο το απέραντο γαλάζιο
και τη Θράκη.

...κι εδώ λοιπόν μ' αυτό το υπέροχο τοπίο κλείνει το αφιέρωμά μου...γνωρίζω ότι είναι μεγάλο αλλά πιστέψτε με δεν γινόταν αλλιώς.
όταν έχεις να κάνεις με ιστορία που χάνεται στα βάθη των χρόνων, με τόσο πλούσια και ζωντανή παράδοση, ό,τι άλλο θα ήταν πρόχειρο και ειλικρινά κάτι τέτοιο δεν θα άρμοζε ούτε στο αφιέρωμα αλλά ούτε σε μένα και στην αγάπη που έχω γι' αυτόν τον τόπο...ελπίζω οι φίλοι θρακιώτες να μου συγχωρέσουν τα όποια λάθη ή τις όποιες παραλείψεις...

...ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου το φιλαράκι μου τη "Μαυροθάλασσα" για τις πληροφορίες, το βίντεο και το φωτογραφικό υλικό που τόσο απλόχερα μου χάρισε...χωρίς τη δική της βοήθεια και συνδρομή τούτο το αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να γίνει...

...αν κι εσείς αγαπάτε την παράδοση και όχι τις φτηνές απομιμήσεις, κάντε μια "βόλτα" από το κανάλι της στο youtube...έχει "ανεβάσει" θησαυρούς..!!!!

http://www.youtube.com/user/mavrothalassa

"θαλασσίτσα" μου ευχαριστώ!!! :)))

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου



ask2use.com: Επιτρέπεται η αντιγραφή όλου του κειμένου
ask2use.com: Μόνο για μη-κερδοσκοπική χρήση
ask2use.com: Υποχρεωτική η αναφορά πηγής
ask2use.com: Δεν είναι απαραίτητη η άδεια
hit counter
free web hit counter